- ὑποχθόνιοι
- ὑποχθόνιοςunder the earthmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένερθε — ἔνερθε και ἔνερθεν και νέρθε και νέρθεν και δωρ. τ. ἔνερθα (Α) 1. από κάτω («ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν», Ομ. Ιλ.) 2. κάτω (χωρίς έννοια κινήσεως) («μαιμήωσι δ ἔνερθε πόδες και χεῑρες ὕπερθε», Ομ. Ιλ.) 3. (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ … Dictionary of Greek
ένεροι — ἔνεροι, οι (Α) αυτοί που βρίσκονται μέσα στη γη, υποχθόνιοι, νεκροί («Ἀΐδης ἐνέροισιν ἀνάσσων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένερθε] … Dictionary of Greek
ενέρτερος — ἐνέρτερος, α, ον (Α) (συγκρ. τού ἔνερος, οι) 1. αυτός που βρίσκεται πιο βαθιά, πιο κάτω, πιο υποχθόνιος, τρίσβαθος («καὶ κεν δὴ πάλαι ἦσθα ἐνέρτερος Οὐρανιώνων», Ομ. Ιλ.) 2. (ο πληθ. τού αρσ. ως ουσ.) οἱ ἐνέρτεροι οι ένεροι, οι υποχθόνιοι, οι… … Dictionary of Greek
υποχθόνιος — α, ο / ὑποχθόνιος, ίη, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. υπόγειος («υποχθόνια κοιλώματα») 2. μτφ. α) ύπουλος, δόλιος («υποχθόνιος άνθρωπος») β) μυστικός, σκοτεινός («υποχθόνιες δυνάμεις») αρχ. 1. (για τους θεούς τού Άδη) αυτός που βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο («τοὶ … Dictionary of Greek
Κέρουακ, Τζακ — (Jack Kerouac, Λόουελ, Μασαχουσέτη 1922 – Φλόριντα 1969). Αμερικανός συγγραφέας. Καταγόταν από γαλλοκαναδική οικογένεια. Έζησε τα νεανικά χρόνια της ζωής του στη Νέα Υόρκη και φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Για μια περίοδο εργάστηκε ως… … Dictionary of Greek
υποχθόνιος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υπόγειος: Στο σεισμό ακούονται υποχθόνιοι κρότοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)